- αδένωμα
- το, -ατος(ιατρ.), διόγκωση των αδένων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδένωμα — Καλοήθης όγκος ενός αδένα που εμφανίζεται σε διάφορα αδενοφόρα όργανα (μαστοί, στομάχι, νεφρά, θυρεοειδής κλπ.). Ανάλογα με το μέρος όπου εμφανίζεται, παίρνει και την ονομασία του, όπως π.χ. προστατικό α., μαστικό α. κλπ. Τo α. πιέζει τους… … Dictionary of Greek
αδενοειδής — ἀδενοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με αδένα νεοελλ. Ιατρ. παλαιός χαρακτηρισμός διαφόρων τύπων επιθηλιωμάτων, όπως το μεταστατικό αδένωμα τού θυρεοειδούς … Dictionary of Greek
θυρεοειδής — Ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπου. Βρίσκεται στο μπροστινό και κάτω μέρος του λαιμού, κάτω από το υοειδές οστό και μπροστά από τον λαρυγγοτραχειακό σωλήνα. Αποτελείται από δύο λοβούς, δεξιό και αριστερό, που ενώνονται με έναν ισθμό. To … Dictionary of Greek
ιδραδένωμα — ή ιδρωταδένωμα, το μικρός επιθηλιακός όγκος που αναπτύσσεται από τους ιδρωτοποιούς αδένες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hidradenome < hidr (πρβλ. ιδρ(ο) < ιδρώς, ώτος) + adenome (πρβλ. αδένωμα)] … Dictionary of Greek
λεμφαδένωμα — το ιατρ. γενικός χαρακτηρισμός κάθε υπερπλασίας λεμφικού ιστού υπό μορφή όγκου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lymphadenome < lymph(o) (πρβλ. λεμφ[ο] ) + adenome (πρβλ. αδένωμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1890… … Dictionary of Greek
προστατίτιδα — η, Ν ιατρ. οξεία ή χρόνια φλεγμονή τού προστάτη η οποία μπορεί να οφείλεται σε λοίμωξη τού ουροποιογεννητικού συστήματος από κοινά μικρόβια ή από γονόκοκκο και να έχει μερικές φορές ως αφετηρία ένα αδένωμα τού προστάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… … Dictionary of Greek
υπερπαραθυρεοειδισμός — ο, Ν ιατρ. αυξημένη έκκριση παραθορμόνης από τους παραθυρεοειδείς αδένες, καλοήθης, συνήθως, πάθηση που οφείλεται σε αδένωμα τών παραθυρεοειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperparathyroidism < υπερ * + παρ(α) * + θυρεοειδής + κατάλ.… … Dictionary of Greek
ακρομεγαλία — Ασθένεια που οφείλεται σε υπερβολική έκκριση σωματοτρόπου ορμόνης από τον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης και χαρακτηρίζεται από αύξηση του όγκου σε όλους τους ιστούς, τους μυς, τα οστά κλπ., ιδιαίτερα όμως στα ακραία τμήματα των χεριών, των ποδιών και … Dictionary of Greek
παραθυρεοειδείς — (Ανατ.). Μικροί ενδοκρινείς αδένες, συνήθως τέσσερις, που βρίσκονται πίσω από τους πλάγιους λοβούς του θυρεοειδούς· το έκκριμά τους, η παραθορμόνη, συμμετέχει στη ρύθμιση του μεταβολισμού του ασβεστίου και του φωσφόρου, και συνεπώς στη διεργασία… … Dictionary of Greek
Ρεκλινγκχάουζεν, νόσος του- — Ονομασία δύο παθήσεων, που επισήμανε ο Γερμανός παθολόγος Φρίντριχ φον Ρεκλινγκχάουζεν (1833 1910). Η πρώτη, που ονομάζεται και νευροϊνωμάτωση, αντιστοιχεί σε μια κατάσταση συγγενή και συχνά οικογενή, που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση… … Dictionary of Greek